- έποχο
- Ταινία από δέρμα ή ύφασμα, που χρησιμεύει για τη συγκράτηση της σέλας (εφιππίου) στη ράχη του αλόγου. Το πλάτος της ταινίας διαφέρει, ανάλογα με το είδος της σέλας, τη διακόσμησή της και τους πρακτικούς σκοπούς της ε.
* * *το (Α ἔποχον) [επ-έχω]ταινία που περνά κάτω από την κοιλιά τού ζώου και συγκρατεί το εφίππιο ή το σαμάρι.
Dictionary of Greek. 2013.